ατενής

ατενής
-ές (AM ἀτενής, -ές)
Ι. (για το βλέμμα) ο προσηλωμένος σ' ένα σημείο
II. επίρρ. ατενώς
1. κατευθείαν, μπροστά
αρχ.
Ι. 1. εκτεταμένος, τεντωμένος
2. έντονος, ισχυρός
3. ευθύς
4. (για τον ανθρώπινο νου και λόγο) ειλικρινής, τίμιος
5. άκαμπτος, ισχυρογνώμων
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀτενές
υπερβολικά
II. επίρρ. φρ. «ἀτενῶς ἔχω πρός τι» — είμαι επίμονα αντίθετος σε κάτι, απεχθάνομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό) (πιθ. με ιωνική ψίλωση) + (ένσιγμο θέμα) *τένος «τέντωμα, ένταση» (πρβλ. λατ. tenus «βρόχος», απ' όπου επίρρ. tenus «μέχρι, έως», αρχ. ινδ. tanas «καταγωγή, απόγονοι», ρ. τείνω), ενώ κατ' άλλη άποψη το α- πιθ. αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα του προρρηματικού εν-. Η λ. ατενής σημαίνει αρχικά «τεντωμένος, τεταμένος», μ' αυτή δε την έννοια χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει τα μάτια ή το σταθερό βλέμμα (Αριστοτέλης, Λουκιανός). Στην αρχική αυτή σημασία της λ. ανάγονται οι περαιτέρω χρήσεις της, «ολόισος» στον Ευριπίδη, «δριμύς, υπερβολικός» στον Αισχύλο και στον Καλλίμαχο, ενώ στον Ησίοδο, τον Πίνδαρο και τον Πλάτωνα σημαίνει «τεταμένος, θετικός, ειλικρινής» και αναφέρεται στον ανθρώπινο νου. Τέλος, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τον τ. ατενής για να δηλώσει «τον επίμονο».
ΠΑΡ. ατενίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀτενής — stretched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενῆ — ἀτενής stretched neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀτενής stretched masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀτενής stretched masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενέστερον — ἀτενής stretched adverbial comp ἀτενής stretched masc acc comp sg ἀτενής stretched neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀτενής — ἀτενής , ἀτενής stretched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενεῖ — ἀτενής stretched masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀτενής stretched masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενεῖς — ἀτενής stretched masc/fem acc pl ἀτενής stretched masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενές — ἀτενής stretched masc/fem voc sg ἀτενής stretched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενοῦς — ἀτενής stretched masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενέες — ἀτενής stretched masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτενέσι — ἀτενής stretched masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”